- χαλκούχος
- χαλκοφόρος, ος, ο[ν] содержащий медь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που περιέχει χαλκό, χαλκοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ούχος* (< έχω), πρβλ. θει ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
χαλκούχος — α, ο αυτός που περιέχει χαλκό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek